- σολέα
- σολέα, η και σολέας, ο(λ. λατ.), μέρος του ναού ανάμεσα στο τέμπλο και τον άμβωνα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σολέα — (solea). Γένος τελεόστεων ψαριών της οικογένειας των Σολεϊδών. Ζουν στους αμμώδεις βυθούς των ρηχών θαλασσών. Το χαρακτηριστικότερο τους γνώρισμα είναι ότι ακουμπούν στον πυθμένα με το αριστερό τους πλευρό. Είναι ψάρια μικρού ή μέτριου μεγέθους,… … Dictionary of Greek
солея — возвышение перед иконостасом , церк. Через ср. греч. σολέα возвышение посреди храма из лат. solium; см. Фасмер, Гр. сл. эт. 188; по мнению Преобр. (II. 352), непосредственно из лат.1, что ввиду знач. цслав. свидетельства менее вероятно. •• 1 См.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
May 12 (Eastern Orthodox liturgics) — May 11 Eastern Orthodox Church calendar May 13 All fixed commemorations below celebrated on May 25 by Old Calendarists Contents 1 Saints 1.1 Other commemorations 2 Notes … Wikipedia
LIMEN Confessionis — Graecis σολέα, ad quod ii, qui Sanctorum sepulchra veniebant visitatum, solebant consistere, pluribus describitur C. du Fresne in Descript. c. 1. Aedis S. Sephiae. Vide quoque infra aliquid in voce Solium … Hofmann J. Lexicon universale
SOLIUM — perpetuum Regiae dignitatis instrumentum fuit et argumentum, olim hodieque, in cuiusmodi Soliis seu Thronis multum reverentiae Veteres posuisse, vel sacra Salomonis historia et alia Scripturae monumenta indicant. Hinc de Adrasto Statius Theb. l.… … Hofmann J. Lexicon universale
αλέξανδρος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άλλο όνομα του Πάρη που του δόθηκε επειδή, όταν ήταν μικρός, βοήθησε στη διάσωση των κοπαδιών από επιδρομή ληστών «αλεξήσας ποίμνια», παρέχοντας δηλαδή σε αυτά προστασία. 2. Γιος του Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε στον… … Dictionary of Greek
δίχτυ — και δίκτυ και δίκτυο και δίχτυο (AM δίκτυον Μ και δίκτυ και δίκτυν) 1. πλέγμα από νήματα ή μετάλλινα σύρματα, τα οποία διασταυρώνονται και αφήνουν τρύπες, βροχίδες, χρήσιμα για τη σύλληψη ψαριών, πουλιών, ζώων 2. οποιοδήποτε δικτυωτό πλέγμα για… … Dictionary of Greek
καθολικό — Χώρος του χριστιανικού ναού μεταξύ του Ιερού Βήματος και του νάρθηκα, που ονομάζεται και κυρίως ναός. Στο μέρος αυτό βρίσκονται ο επισκοπικός θρόνος, ο άμβωνας, ο σολέας (ή η σολέα), δηλαδή ο χώρος ανάμεσα στο εικονοστάσιο και στον άμβωνα. Στα… … Dictionary of Greek
πέλλα — I Πόλη στην περιοχή της αρχαίας Βοττιαίας, που την έκανε πρωτεύουσα των Μακεδόνων ο Αρχέλαος (413 399 π.Χ.). Υπήρξε έδρα του Φιλίππου και γενέτειρα του Αλεξάνδρου, απετέλεσε σπουδαίο κέντρο του ελληνισμού κατά την εποχή των διαδόχων, περιήλθε… … Dictionary of Greek
σολεΐδες — οι, Ν ζωολ. οικογένεια τελεόστεων ιχθύων τής τάξης πλευρονήκτες, γνωστών και με την κοινή ονομασία γλώσσες. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. soleidae < solea (βλ. σολέα [II])] … Dictionary of Greek